Η Θεσσαλονίκη είχε ένα διαχρονικό προνόμιο: να είναι μια από τις πιο φιλόξενες, προοδευτικές, ανοιχτές πόλεις στη διαφορετικότητα. Στα 2.300 χρόνια της ιστορίας της αποτέλεσε φάρο της ανεκτικότητας, της πολυπολιτισμικότητας, του σεβασμού στο ξένο, της ενσωμάτωσης και ένα από τα λίγα παραδείγματα στα οποία το διαφορετικό αποτελεί συνδετήριο κρίκο της κοινωνικής συνοχής. Γι’ αυτό το λόγο άλλωστε η πόλη μας είναι διαφορετική από τις άλλες.
Αυτό το χαρακτήρα πολλοί τις τελευταίες δεκαετίες επιχείρησαν να τον αλλοιώσουν. Στήθηκε ένα σύστημα σκοταδισμού και οπισθοδρόμησης, που καλλιέργησε φοβικές τάσεις απέναντι στο ξένο και στο διαφορετικό.
Φύτρωσαν οι σπόροι του ρατσισμού και της ξενοφοβίας και βγήκαν τα άνθη του κακού, της «καθαρότητας» και του φασισμού. Τα φαινόμενα γκετοποίησης τα τελευταία χρόνια ξεπέρασαν ακόμη και τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν σε εποχές ακόμη πιο σκοτεινές από τις
Ευτυχώς, οι ρίζες του καλού ήταν μεγάλες και η διαφαινόμενη αλλοτρίωση από τα κηρύγματα μισαλλοδοξίας αποδείχτηκε μόνο πρόσκαιρη.
Το γκρέμισμα αυτού του συστήματος που θέλησε να αφανίσει ιστορίες χιλιετιών δεν ήταν μια εύκολη υπόθεση. Χρειάστηκε να παλέψουμε για να το πετύχουμε. Δεν έγινε μόνο του, ούτε ήταν μια αναμενόμενη διαδικασία.
Η γύμνια των ακραίων αποκαλύφθηκε όταν οι υγιείς δυνάμεις αυτής της πόλης κατόρθωσαν να ξηλώσουν το πουλόβερ της διαφθοράς και της σήψης. Όταν κατόρθωσαν να αποκαθηλώσουν τους πρωταγωνιστές της αλλοίωσης της φυσιογνωμίας της πόλης, για την οποία υπερηφανεύονταν οι Θεσσαλονικείς.
Γκρεμίσαμε με αγώνες και θυσίες τα συστήματα του Παπαγεωργόπουλου και του Ψωμιάδη. Αντισταθήκαμε, με κόστος, στην προσπάθεια να ξεχάσουμε τα θεμέλια πάνω στα οποία χτίστηκε αυτή η πόλη.
Μέσα από τους αγώνες μας αποτρέψαμε τη μετατροπή της πόλης σε πρωτεύουσα της πατριδοκαπηλίας. Υπερασπιστήκαμε τη διαφορετικότητα στην κουλτούρα και στην παράδοση, επειδή πάντα πιστεύαμε ότι μέσα από την ανοχή στο «άλλο» δομείται η κοινωνική συνοχή.
Αποκαταστήσαμε τον σεβασμό στους Πόντιους, στους Βλάχους, στους Εβραίους, στους Μουσουλμάνους, στους πρόσφυγες του πολέμου. Αποδείξαμε ότι η συνύπαρξη είναι πιο εποικοδομητική από τον φανατισμό και την «επικράτηση» των δυνατών. Σ’ αυτούς, φυσικά, που είναι καλοδιάθετοι –γιατί οι άλλοι συνεχίζουν να βουλιάζουν στο μίσος, τη μνησικακία, την ξενοφοβία. Και να συνεχίζουν προεκλογικά να διασπείρουν τη συκοφαντία ενάντια σε όσους θέλουμε τη Θεσσαλονίκη ανοιχτή, φωτογενή, φιλόξενη, που να προσφέρει ταυτότητα περηφάνιας, προκοπής και δημιουργικού πνεύματος.
Εμείς είμαστε αυτοί που παλεύουμε για να διατηρηθεί η παράδοση όλων ζωντανή, ως ένα συστατικό στοιχείο της ζωής αυτής της πόλης. Για να αισθάνεται καθένας υπερήφανος για τη διαφορετικότητά του και τελικά υπερήφανος για την πόλη στην οποία ρίζωσε και αγάπησε. Και θα συνεχίσουμε να το κάνουμε, σε πείσμα της μικροψυχίας, της διαβολής, της εσωστρέφειας, του πισωγυρίσματος σε σκοτεινές ατραπούς.
Οι κίνδυνοι, βέβαια, ακόμη υπάρχουν. Μπορεί οι πρωταγωνιστές του σκοταδισμού να τιμωρήθηκαν, όμως τα ίχνη της σκοταδιστικής νοοτροπίας είναι διάχυτα στη Θεσσαλονίκη. Για να ξεριζώσουμε τις νοοτροπίες που καλλιεργήθηκαν, ενός ιδιότυπου συντηρητισμού με τοπικά χαρακτηριστικά, πρέπει να είμαστε καθημερινά στους δρόμους, στο πλευρό όλων όσοι δοκιμάζονται, ακριβώς όπως δοκιμάστηκαν όσοι ήρθαν στη Θεσσαλονίκη πριν από έναν αιώνα σχεδόν.
Η περιθωριοποίηση των «διαφορετικών» δεν μπορεί -όσο και να προσπαθήσει- να εδραιωθεί σ’ αυτή την πόλη. Η Θεσσαλονίκη θα παραμείνει σε πείσμα όσων την επιβουλεύονται ένας τόπος ελεύθερος, ζωντανός, σύγχρονος και πάνω από όλα μια μεγάλη αγκαλιά για όσους θέλουν να διατηρήσουν τις μνήμες τους και παράλληλα να χτίσουν το παρόν και το μέλλον τους εδώ.
Το προσφυγικό στοιχείο, οι Πόντιοι, οι Μικρασιάτες οι Ανατολικοθρακιώτες, το αποδεικνύουν. Αντιμετωπίστηκαν ως «πρόσφιγγες», πάλεψαν να στεριώσουν, έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης, παρέμειναν ζωντανοί, δυναμικοί και ελεύθεροι. Το διεκδίκησαν και το πέτυχαν. Ήρθε η ώρα να το διεκδικήσουν και για τους άλλους. Το βλέμμα μας πρέπει να είναι στο μέλλον, αλλά κάθε τόσο πρέπει να ρίχνουμε και μια ματιά πίσω μας, για να θυμόμαστε από πού ήρθαμε και να ξέρουμε που θέλουμε να πάμε. Γιατί όλοι εμείς κουβαλάμε στις πλάτες μας και την ίδια τη Θεσσαλονίκη μας. Κι αυτό είναι μεγάλη ευθύνη…
_________________________________
Το άρθρο αυτό του Μ. Τρεμόπουλου δημοσιεύτηκε στο τεύχος Ιανουαρίου της εφημερίδας Εύξεινος Πόντος