Το 1945, οι περισσότεροι από εμάς δεν είχαμε ακόμη γεννηθεί. Ο τότε Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός είχε μόλις διατελέσει και Αντιβασιλεύς, δηλαδή Αρχηγός του Κράτους, και η Εκκλησία ήταν λογικό να έχει ιδιαίτερη πολιτική επιρροή. Σε αυτό το κλίμα λοιπόν, είχε θεσπιστεί ο Α.Ν. 536/45, που θέσπιζε την ανάληψη της μισθοδοσίας των ορθόδοξων κληρικών από το Δημόσιο, με αντάλλαγμα την επιβολή φόρου 25% (αργότερα έγινε 35%) στα ακαθάριστα έσοδα των ναών. Στα 60 χρόνια που διήρκεσε η φορολογική αυτή υποχρέωση, φαίνεται ότι ελάχιστα εκπληρώθηκε από την πλευρά της Εκκλησίας: σε απλά ελληνικά, αυτό σημαίνει συστηματική φοροδιαφυγή. Τελικά καταργήθηκε από την κυβέρνηση Σημίτη παραμονές των εκλογών του 2004, πιθανόν ως αντιστάθμισμα της
εμμονής της στο θέμα των ταυτοτήτων. Από τη «ανταλλαγή» του 1945, έμεινε σε ισχύ μόνο η κρατική μισθοδοσία του κλήρου, ύψους άνω των 200 εκ. ετησίως. Από τη δεκαετία του 1980, μάλιστα, στην κρατική μισθοδοσία υπάγονται και οι αρχιερείς, που δεν περιλαμβάνονταν στην αρχική ρύθμιση. Κρατική μισθοδοσία κληρικών άλλων δογμάτων δεν προβλέπεται, με εξαίρεση τους δύο διορισμένους μουφτήδες της Θράκης, που πάντως ορίζονται από το κράτος και πληρώνονται για τη δικαστική εξουσία που ασκούν.
Μια ακόμη χαρακτηριστική ιστορία, αφορά τα νησιά του Αιγαίου: όπου ισχύουν περιορισμοί στη δόμηση εκτός σχεδίου, εξαιρείται η ανέγερση εξωκλησιών. Με άδειες λοιπόν από τη ναοδομία έχουν εμφανιστεί πλήθος ιδιωτικά οικοδομικά συγκροτήματα («πανηγυρόσπιτα» τα λένε στη λαϊκή γλώσσα) που, με πρόσχημα ένα μικρό χώρο λατρείας στεγάζουν βίλες, εξοχικά, ενοικιαζόμενα και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς. Ως «λατρευτικοί» μάλιστα χώροι, έχουν… απαλλαγή από Φόρο Ακίνητης Περιουσίας, αλλά και από τον πρόσφατο φόρο του Ε. Βενιζέλου για την έκτακτη εισφορά για τα ακίνητα στους λογαριασμούς της ΔΕΗ. Στις περιπτώσεις αυτές, η άδεια από τη ναοδομία ισοδυναμεί με διαβατήριο τόσο για αυθαίρετη δόμηση όσο και για φοροδιαφυγή.
Οι δύο αυτές μικρές ιστορίες αποτελούν και απάντηση στις φωνές που ισχυρίζονται ότι η Εκκλησία συνεισφέρει ήδη αρκετά στα δημόσια έσοδα και δε χρειάζεται να συνεισφέρει άλλο. Αν κάποιος θέλει να το ισχυριστεί σοβαρά, ας φέρει τουλάχιστον παραδείγματα από την υπόλοιπη Ευρώπη, που να δείχνουν ότι εκεί οι θρησκευτικοί οργανισμοί φορολογούνται λιγότερο και ενισχύονται περισσότερο.
Πέρα όμως από αυτό, είμαστε σε ένα σημείο που τα πράγματα έχουν φθάσει στο απροχώρητο. Επανειλημμένα έχουμε αναδείξει τις εγκληματικές ευθύνες του πολιτικού συστήματος, που καλύπτει τις γκρίζες περιουσίες, ανέχεται τη φοροδιαφυγή, χαρίζει τα πρόστιμα στα αυθαίρετα και υποφορολογεί τον πλούτο. Οι καταγγελίες μας όμως δεν αρκούν για να ανακουφίσουν μια κοινωνία που δέχεται πιέσεις πέρα από τις αντοχές της.
Από την πλευρά μας, λοιπόν, ως Οικολόγοι Πράσινοι, έχουμε ήδη προτείνει μείωση 50% στην κρατική επιχορήγηση των κομμάτων (ΚΑΙ τη δική μας), 50% μείωση στους μισθούς των βουλευτών που ελπίζουμε να εκλέξουμε, καθώς και κατάργηση των φορολογικών προνομίων των βουλευτών και ευρωβουλευτών. Πριν ακόμη ξεσπάσει η κρίση, είχα αρνηθεί με δική μου πρωτοβουλία το βουλευτικό αυτοκίνητο που προσφερόταν (και) στους ευρωβουλευτές, καθώς και τον προσωπικό αστυνομικό-φρουρό, ενώ το 50% των αποδοχών μου ως ευρωβουλευτή κατατίθεται για οικολογικές δράσεις.
Μπορούμε λοιπόν να ζητήσουμε τίποτα λιγότερο για την Εκκλησία; Ξέρω από πρώτο χέρι ότι ανώτατοι εκκλησιαστικοί παράγοντες βλέπουν το χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους πολύ πιο θετικά από ό,τι οι περισσότεροι πολιτικοί. Αποτελεί, επίσης, κοινό μυστικό ότι μεγάλο μέρος των πολιτικών καλλιεργούν στενή σχέση με την Εκκλησία, όχι από ευσέβεια αλλά για άγρα ψήφων.
Είναι απαράδεκτο λοιπόν, δημόσια πρόσωπα που βάζουν ακόμη και τώρα την ψηφοθηρία πάνω από το συμφέρον της χώρας, να υποθάλπουν και να ενθαρρύνουν τις οικονομικές ανασφάλειες των ιεραρχών και της Εκκλησίας προκειμένου να μην πληρώσει η τελευταία κάτι παραπάνω.
Όλοι θυμόμαστε ότι πριν λίγα μόλις χρόνια η Εκκλησία είχε αρκετά χρήματα για να σχεδιάζει νέο Μητροπολιτικό Ναό σε ελεύθερο χώρο της Αθήνας, και νέο Συνοδικό Μέγαρο σε δασική έκταση του Καρέα. Όταν ανοίγουμε λοιπόν το διάλογο για τη φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας, δε ζητάμε λοιπόν παρά το απολύτως αυτονόητο.
Η ίδια η επίσημη Εκκλησία έχει επανειλημμένα μιλήσει για την κρίση και για τις θυσίες της ελληνικής κοινωνίας. Αντί λοιπόν να ζητάει από τους πολιτικούς διατήρηση του φορολογικού της statusquo, είναι καλύτερο να αφήσουμε όλοι να ακουστεί η φωνή της κοινωνίας και της λογικής. Η εκκλησιαστική περιουσία, της Ορθόδοξης Εκκλησίας αλλά και των άλλων δογμάτων, μπορεί και πρέπει να γίνει μέρος της λύσης.
Μιχάλης Τρεμόπουλος,
Ευρωβουλευτής των Οικολόγων Πράσινων
Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα Θεσσαλία