Μέρα που είναι, ας δούμε τι πραγματικά συνέβη με το γνωστό «Όχι».
Την εποχή που ο Μεταξάς κατέλαβε την εξουσία, σε συνεννόηση με τον αγγλόφιλο βασιλιά Γεώργιο, ακόμη και η Γερμανία ταλαντευόταν μεταξύ της αγγλικής και της ιταλικής συμμαχίας. Το ίδιο και οι οπαδοί του Μεταξά και οι υπουργοί του ήταν χωρισμένοι σε γερμανόφιλους και αγγλόφιλους.
Ήδη στο βιβλίο του «Ο Αγών μου», ο Χίτλερ είχε γράψει: «Εάν εξετάσωμε ποίοι είναι για μας οι πιθανοί σύμμαχοι στην Ευρώπη, δύο μόνον κράτη προσφέρονται: η Αγγλία και η Ιταλία».
Όμως για τον Μεταξά η συμμαχία με την Αγγλία («ανατριχιάζω», είχε γράψει στο Ημερολόγιό του) προσφερόταν ως αντίβαρο του ιταλικού επεκτατισμού. Επίσης, γνώριζε ότι ο Χίτλερ ήθελε να στρέψει τον Άξονα προπαντός κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Και εκτιμούσε πως από την αντιμπολσεβικική συμφωνία, η Αγγλία δεν αποκλειόταν εκ των προτέρων.
Τελικά, όταν τα ιταλικά στρατεύματα αποβιβάζονται την 7η Απριλίου 1939 στην Αλβανία, με πρόθεση να καταλάβουν την Κέρκυρα, ο Μεταξάς ζητά την αγγλική υποστήριξη. Όταν, όμως την 13η Απριλίου η Αγγλία, όπως και η Γαλλία, θα δώσουν εγγυήσεις σε περίπτωση ιταλικής επίθεσης, θα εκφραστούν αντιρρήσεις και μελών της κυβέρνησής του.
Η εξωτερική πολιτική του Μεταξά ήταν πάντοτε -και το 1915- η ουδετερότητα, κυρίως γιατί «ανήκε σε μια μικρή μειονότητα, την μειονότητα των γερμανοφίλων, σε μια χώρα, η όποια εκ παραδόσεως ετέλει υπό αγγλική επιρροή», όπως έχει γράψει ο Κιτσίκης. Επιπλέον, η πολιτική της ουδετερότητας -και παρά τις διακηρύξεις «Τα Βαλκάνια στους Βαλκάνιους» της Βαλκανικής Ένωσης- απέτρεπε τον σχηματισμό ενός πολιτικού και στρατιωτικού συνασπισμού στα Βαλκάνια συνδεδεμένου με την Αγγλία και διευκόλυνε τη γερμανική οικονομική και ιδεολογική διείσδυση.
Ακόμη και μετά την απόφαση του Χίτλερ να εισβάλει στην Ελλάδα, στις 2 Ιανουαρίου 1941, ο Μεταξάς γράφει στο «Τετράδιο των Σκέψεών» του: «η Ιταλία, που ωστόσο ανεγνώριζε την συγγένεια του Ελληνικού καθεστώτος προς το δικό της, έπρεπε να είναι φιλικώτατη προς την Ελλάδα, ειλικρινά και πιστά φιλικώτατη. Και όμως ήτανε εχθρική. Από εξαρχής εχθρική… Για τον Χίτλερ το πράγμα δεν είναι και τόσο φανερό».
Ήδη από τον Νοέμβριο και με στόχο να εμποδιστεί μια ιταλική πανωλεθρία στην Αλβανία, είχαν αρχίσει επαφές και δελεαστικές γερμανικές μεσολαβητικές προτάσεις. Στην περίπτωση ανακωχής στο αλβανικό μέτωπο, η Ελλάδα θα μπορούσε να διατηρήσει την περιοχή που είχαν κατακτήσει τα στρατεύματά της στην Αλβανία, με αντάλλαγμα να γίνει ξανά απόλυτα ουδέτερη. Ο Χίτλερ προτείνει στην Ελλάδα με τη συνθήκη ειρήνης να κρατήσει το τμήμα της Νότιας Αλβανίας που κατοικούνταν από Έλληνες. Και στις 14 Δεκεμβρίου η ελληνική επίθεση στην Αυλώνα σταματά.
Με τη σταθεροποίηση του ιταλικού μετώπου, όμως, σταματούν και οι γερμανικές μεσολαβητικές προτάσεις. Ο Μεταξάς απογοητεύεται από τον Χίτλερ και γράφει στο ημερολόγιο του πως ο Χίτλερ κι ο Μουσολίνι πρόδωσαν την ιδεολογία τους.
Ο Μεταξάς επέμενε τόσο πολύ στη μέχρι τότε πολιτική του να μεσολαβήσει η Γερμανία στην Ιταλία, ώστε «έδωσε πίστη στις προτάσεις, κατά πάσα πιθανότητα επενέβη στην ελληνική επίθεση κι απέτρεψε έτσι τη βέβαιη νίκη του ελληνικού στρατού». Αρνήθηκε, μάλιστα, και την προσφορά του Τσόρτσιλ να του διαθέσει ειδικές ένοπλες δυνάμεις για την κατάληψη της Αυλώνας κι έμεινε σταθερός στην πολιτική της ισορροπίας ανάμεσα στη Γερμανία και τη Μεγάλη Βρετανία.
Ο Χίτλερ καταφέρνει έτσι, με παρελκυστικά μέσα, ν’ απαλλάξει το ιταλικό μέτωπο από τον κίνδυνο, να ενισχύσει τα γερμανικά συμφέροντα στις πετρελαιοπηγές και να κερδίσει χρόνο για την προετοιμασία της επιχείρησης «Μαρίτα», δηλαδή της επίθεσης κατά της Ελλάδας.
Οι στρατηγοί του Μεταξά και ηγετικά στελέχη του καθεστώτος θα σαμποτάρουν την άμυνα απέναντι στον Χίτλερ. Είναι η ίδια ομάδα στρατηγών που θα δώσει άδειες στους φαντάρους στο αλβανικό μέτωπο. Γι’ αυτό και ο πρωθυπουργός Κορυζής, βλέποντας την προδοσία των στρατηγών αλλά και του στενού του περιβάλλοντος, θα αυτοκτονήσει.
Άλλωστε όπως είχε γράψει ο Γκαίμπελς, υπουργός Προπαγάνδας του Χίτλερ, μετά την επίσκεψή του στην Ελλάδα του Μεταξά: «Ο Χίτλερ έχει δίκαιο, μας εφώναζαν».
Αλλά αυτά μια άλλη φορά…